αποσύρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσύρομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποσύρω

Ρήμα

αποσύρομαι

  1. αφήνω οριστικά κάτι με το οποίο ασχολούμαι, το εγκαταλείπω
  2. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο (και απομονώνομαι κάπου αλλού)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.