έκταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκταση | οι | εκτάσεις |
| γενική | της | έκτασης* | των | εκτάσεων |
| αιτιατική | την | έκταση | τις | εκτάσεις |
| κλητική | έκταση | εκτάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκτάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκταση < αρχαία ελληνική ἔκτασις (τέντωμα) < ἐκτείνω < τείνω
Ουσιαστικό

Με τα χέρια στην έκταση.
έκταση θηλυκό
- άσκηση της γυμναστικής κατά την οποία πρέπει να απλώσεις τεντωμένα τα χέρια σου στο πλάι
- επιφάνεια γης
- διασχίζαμε απέραντες εκτάσεις κατεστραμμένες από την πυρκαγιά
- το μέγεθος μιας επιφάνειας
- το μέγεθος της εξάπλωσης ενός φαινομένου
- δεν έχει ακόμα υπολογιστεί η έκταση της καταστροφής που προκάλεσε ο σεισμός
- (γραμματική) η τροπή μιας βραχείας συλλαβής σε μακρά
Σύνθετα
- ημιέκταση (γυμναστική)
Συγγενικά
όροι της γραμματικής:
- αντέκταση, αναπληρωματική έκταση
- συνθετική έκταση, έκταση εν συνθέσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.