έκταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκταση οι εκτάσεις
      γενική της έκτασης* των εκτάσεων
    αιτιατική την έκταση τις εκτάσεις
     κλητική έκταση εκτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκταση < αρχαία ελληνική ἔκτασις (τέντωμα) < ἐκτείνω < τείνω

Ουσιαστικό

Με τα χέρια στην έκταση.

έκταση θηλυκό

  1. άσκηση της γυμναστικής κατά την οποία πρέπει να απλώσεις τεντωμένα τα χέρια σου στο πλάι
  2. επιφάνεια γης
    διασχίζαμε απέραντες εκτάσεις κατεστραμμένες από την πυρκαγιά
  3. το μέγεθος μιας επιφάνειας
    το ξενοδοχείο θα χτιστεί σε μια έκταση εκατοντάδων στρεμμάτων
     συνώνυμα: εμβαδόν
  4. το μέγεθος της εξάπλωσης ενός φαινομένου
    δεν έχει ακόμα υπολογιστεί η έκταση της καταστροφής που προκάλεσε ο σεισμός
  5. (γραμματική) η τροπή μιας βραχείας συλλαβής σε μακρά

Σύνθετα

Συγγενικά

όροι της γραμματικής:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.