κλονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλονισμός οι κλονισμοί
      γενική του κλονισμού των κλονισμών
    αιτιατική τον κλονισμό τους κλονισμούς
     κλητική κλονισμέ κλονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλονισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κλονισμός αρσενικό

  1. η διατάραξη μιας σταθερής, ισορροπημένης και ήρεμης κατάστασης
  2. η μη κανονική λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
  3. η νοητική ή συναισθηματική διαταραχή που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστο ή / και αιφνίδιο γεγονός (νευρικός κλονισμός)

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.