κλονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλονισμός | οι | κλονισμοί |
| γενική | του | κλονισμού | των | κλονισμών |
| αιτιατική | τον | κλονισμό | τους | κλονισμούς |
| κλητική | κλονισμέ | κλονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κλονισμός αρσενικό
- η διατάραξη μιας σταθερής, ισορροπημένης και ήρεμης κατάστασης
- η μη κανονική λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
- η νοητική ή συναισθηματική διαταραχή που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστο ή / και αιφνίδιο γεγονός (νευρικός κλονισμός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.