μεταφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταφορά | οι | μεταφορές |
| γενική | της | μεταφοράς | των | μεταφορών |
| αιτιατική | τη | μεταφορά | τις | μεταφορές |
| κλητική | μεταφορά | μεταφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταφορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταφορά < μεταφέρω < (μετά) μετα- + φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.foˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐φο‐ρά
Ουσιαστικό
μεταφορά θηλυκό
- η μετακίνηση ενός πράγματος ή ανθρώπου (πχ εμπορευμάτων - επιβατών) από ένα μέρος σε ένα άλλο, συνήθως με κάποιο μεταφορικό μέσο
- η μετακίνηση σε άλλο σημείο
- ↪ ολοκληρώθηκε η μεταφορά των αρχείων από το σκληρό δίσκο στη δισκέτα
- ↪ η επιχείρηση θα παραμείνει κλειστή για δύο ημέρες λόγω μεταφοράς των γραφείων της σε άλλο κτήριο
- η μεταγραφή, διασκευή ή απόδοση ενός δημιουργικού έργου σε άλλη μορφή από την αρχική του
- η επιτυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του γνωστού μυθιστορήματος
- (φιλολογία, ρητορική) σχήμα λόγου κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός στοιχείου αποδίδονται (μεταφέρονται) σε ένα άλλο, το οποίο έχει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από το πρώτο
- ↪ Στη φράση «ο αντίπαλος έγινε λαγός» γίνεται χρήση μεταφοράς: μία ζωική ιδιότητα (η ταχύτητα του λαγού) αποδίδεται σε άνθρωπο (τον αντίπαλο).
- ≠ αντώνυμα: κυριολεξία
- (για κείμενο) απόδοση σε άλλη γλώσσα
- (γλωσσολογία) άμεσο γλωσσικό δάνειο που έχει ενταχθεί στην αποδέκτρια γλώσσα προσαρμοσμένο γραμματικά[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεταφέρω
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) ρυθμός μεταφοράς δεδομένων
- (μετεωρολογία) ομίχλη μεταφοράς
- μέσο μαζικής μεταφοράς
Μεταφράσεις
μεταφορά αγαθών-επιβατών
η μετακίνηση σε άλλο σημείο
η διασκευή ενός έργου
Αναφορές
- Γλωσσάριο όρων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μεταφορᾱ́ | αἱ | μεταφοραί |
| γενική | τῆς | μεταφορᾶς | τῶν | μεταφορῶν |
| δοτική | τῇ | μεταφορᾷ | ταῖς | μεταφοραῖς |
| αιτιατική | τὴν | μεταφορᾱ́ν | τὰς | μεταφορᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | μεταφορᾱ́ | μεταφοραί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεταφορᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μεταφοραῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μεταφορά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεταφορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.