πλήττω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλήττω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpli.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλήτ‐τω
Ρήμα 1
πλήττω, αόρ.: έπληξα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρήμα 2
πλήττω, αόρ.: έπληξα, παθ.φωνή: πλήττομαι, π.αόρ.: πλήγηκα/επλήγην
- (μεταβατικό)χτυπώ, καταφέρω πλήγμα
- ένας δυνατός τυφώνας έπληξε την ανατολική ακτή του νησιού
- (μεταφορικά) βλάπτω, ζημιώνω
- ένα νέο σκάνδαλο πλήττει την αξιοπιστία της κυβέρνησης
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλήττω | έπληττα | θα πλήττω | να πλήττω | πλήττοντας | |
| β' ενικ. | πλήττεις | έπληττες | θα πλήττεις | να πλήττεις | πλήττε | |
| γ' ενικ. | πλήττει | έπληττε | θα πλήττει | να πλήττει | ||
| α' πληθ. | πλήττουμε | πλήτταμε | θα πλήττουμε | να πλήττουμε | ||
| β' πληθ. | πλήττετε | πλήττατε | θα πλήττετε | να πλήττετε | πλήττετε | |
| γ' πληθ. | πλήττουν(ε) | έπλητταν πλήτταν(ε) |
θα πλήττουν(ε) | να πλήττουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπληξα | θα πλήξω | να πλήξω | πλήξει | ||
| β' ενικ. | έπληξες | θα πλήξεις | να πλήξεις | πλήξε | ||
| γ' ενικ. | έπληξε | θα πλήξει | να πλήξει | |||
| α' πληθ. | πλήξαμε | θα πλήξουμε | να πλήξουμε | |||
| β' πληθ. | πλήξατε | θα πλήξετε | να πλήξετε | πλήξτε | ||
| γ' πληθ. | έπληξαν πλήξαν(ε) |
θα πλήξουν(ε) | να πλήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλήξει | είχα πλήξει | θα έχω πλήξει | να έχω πλήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλήξει | είχες πλήξει | θα έχεις πλήξει | να έχεις πλήξει | έχε πληγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πλήξει | είχε πλήξει | θα έχει πλήξει | να έχει πλήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλήξει | είχαμε πλήξει | θα έχουμε πλήξει | να έχουμε πλήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλήξει | είχατε πλήξει | θα έχετε πλήξει | να έχετε πλήξει | έχετε πληγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πλήξει | είχαν πλήξει | θα έχουν πλήξει | να έχουν πλήξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πληγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πληγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πληγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πληγμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλήττομαι | πληττόμουν(α) | θα πλήττομαι | να πλήττομαι | ||
| β' ενικ. | πλήττεσαι | πληττόσουν(α) | θα πλήττεσαι | να πλήττεσαι | πλήττου | |
| γ' ενικ. | πλήττεται | πληττόταν(ε) | θα πλήττεται | να πλήττεται | ||
| α' πληθ. | πληττόμαστε | πληττόμαστε πληττόμασταν |
θα πληττόμαστε | να πληττόμαστε | ||
| β' πληθ. | πλήττεστε | πληττόσαστε πληττόσασταν |
θα πλήττεστε | να πλήττεστε | πλήττεστε | |
| γ' πληθ. | πλήττονται | πλήττονταν πληττόντουσαν |
θα πλήττονται | να πλήττονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλήγηκα | θα πληγώ | να πληγώ | πληγεί | ||
| β' ενικ. | πλήγηκες | θα πληγείς | να πληγείς | πλήξου | ||
| γ' ενικ. | πλήγηκε | θα πληγεί | να πληγεί | |||
| α' πληθ. | πληγήκαμε | θα πληγούμε | να πληγούμε | |||
| β' πληθ. | πληγήκατε | θα πληγείτε | να πληγείτε | πληγείτε | ||
| γ' πληθ. | πλήγηκαν πληγήκαν(ε) |
θα πληγούν(ε) | να πληγούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πληγεί | είχα πληγεί | θα έχω πληγεί | να έχω πληγεί | πληγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πληγεί | είχες πληγεί | θα έχεις πληγεί | να έχεις πληγεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πληγεί | είχε πληγεί | θα έχει πληγεί | να έχει πληγεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πληγεί | είχαμε πληγεί | θα έχουμε πληγεί | να έχουμε πληγεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πληγεί | είχατε πληγεί | θα έχετε πληγεί | να έχετε πληγεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πληγεί | είχαν πληγεί | θα έχουν πληγεί | να έχουν πληγεί | ||
Μεταφράσεις
χτυπώ
Αναφορές
- πλήττω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πλήττω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ) (συγγενές με πλάζω)
Ρήμα
πλήττω πλήξω, έπληξα, πέπληγα
- αττικός τύπος του πλήσσω: τραυματίζω, πληγώνω, χτυπάω με κάτι (π.χ. ο Δίας με κεραυνούς)
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- πλήττω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλήττω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.