ελεύθερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελεύθερος | η | ελεύθερη | το | ελεύθερο |
| γενική | του | ελεύθερου | της | ελεύθερης | του | ελεύθερου |
| αιτιατική | τον | ελεύθερο | την | ελεύθερη | το | ελεύθερο |
| κλητική | ελεύθερε | ελεύθερη | ελεύθερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελεύθεροι | οι | ελεύθερες | τα | ελεύθερα |
| γενική | των | ελεύθερων | των | ελεύθερων | των | ελεύθερων |
| αιτιατική | τους | ελεύθερους | τις | ελεύθερες | τα | ελεύθερα |
| κλητική | ελεύθεροι | ελεύθερες | ελεύθερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελεύθερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐλεύθερος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈle.fθe.ɾos/
Επίθετο
ελεύθερος -η -ο
- που δεν έχει περιορισμούς και δεσμεύσεις, εσωτερικές ή εξωτερικές, στη δράση του
- ελεύθερος άνθρωπος, ελεύθερη βούληση
- (ειδικότερα) που δεν περιορίζεται η κίνησή του επειδή δεν είναι δεμένος
- ※ Κι είχε μαύρα μαλλιά κοντά κομμένα κι ελεύθερα κι ένα πρόσωπο λεπτό πολύ άσπρο. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
- (χώρα ή λαός) που δε βρίσκεται υπό ξένη κατοχή ή τυραννικό καθεστώς
- εμπρός για μια ελεύθερη πατρίδα
- διαθέσιμος, αδέσμευτος
- ελεύθερη θέση, ελεύθερος χρόνος
- που δεν είναι στη φυλακή
- λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ο κρατούμενος αφέθηκε ελεύθερος
- (για δρόμους, διόδους κ.λπ) που δεν έχει εμπόδια, ανοιχτός
- (για το σώμα ή τα μέλη) χαλαρός, όχι σφιγμένος
- ανύπαντρος
- (αθλητισμός) που δεν ακολουθείται σε μικρή απόσταση από αντίπαλο παίκτη
- λεύτερος (λαϊκότροπο, λογοτεχνία)
Εκφράσεις
- ελεύθερη βολή
- ελεύθερη αγορά
- ελεύθερος σκοπευτής
- ελεύθερος στίχος
Συγγενικά
Σύνθετα
- ανελεύθερος
- ανελευθέρωτος
- απελεύθερος
- ελευθεροκοινωνία
- ελευθεροκοινωνώ
- ελευθεροστομία
- ελευθερόστομος
- ελευθεροτέκτονας
- ελευθεροτεκτονικός
- ελευθεροτυπία
- ελευθερόφρονας
- ελευθεροφροσύνη
- ελευθερόφρων
- μεταπελευθερωτικός
- νεοφιλελευθερισμός
- νεοφιλελεύθερος
- φιλελευθερισμός
- φιλελευθεροποίηση
- φιλελευθεροποιώ
- φιλελεύθερος
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ελεύθερος από περιορισμούς ή ξενική κατοχή ή τυραννικό καθεστώς
|
δωρεάν
|
Αναφορές
- ελεύθερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.