έρεισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έρεισμα | τα | ερείσματα |
| γενική | του | ερείσματος | των | ερεισμάτων |
| αιτιατική | το | έρεισμα | τα | ερείσματα |
| κλητική | έρεισμα | ερείσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έρεισμα < αρχαία ελληνική ἔρεισμα
Ουσιαστικό
έρεισμα ουδέτερο
- το στήριγμα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμεύει ως βάση, αφετηρία και θεμέλιο μιας ενέργειας, σκέψης ή κατάστασης
- αυτός ή αυτοί που προσφέρουν ηθική ή πολιτική υποστήριξη
- η λογική βάση ενός συλλογισμού
- η ηθική βάση μιας ενέργειας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.