έλευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έλευση | οι | ελεύσεις |
| γενική | της | έλευσης* | των | ελεύσεων |
| αιτιατική | την | έλευση | τις | ελεύσεις |
| κλητική | έλευση | ελεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ελεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έλευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔλευ(σις) + -ση < ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.lef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λευ‐ση
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.