χώμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χώμα | τα | χώματα |
| γενική | του | χώματος | των | χωμάτων |
| αιτιατική | το | χώμα | τα | χώματα |
| κλητική | χώμα | χώματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐μα
Ουσιαστικό
χώμα ουδέτερο
- το λεπτόκοκκο στερεό υλικό που καλύπτει την επιφάνεια πλανητών
- η πιο απλή συνταγή για λάσπη είναι χώμα και νερό
- (στον πληθυντικό) χώματα: ποσότητα από χώμα
- γέμισε η αυλή χώματα
- το έδαφος
Εκφράσεις
- είμαι χώμα: είμαι διαλυμένος από την κούραση ή το αλκοόλ
- στο χώμα: στον τάφο, θαμμένος, νεκρός
- τρώω χώμα: ηττώμαι, χάνω· παλαιότερη σημασία (αργκό φυλακισμένων): για εκτελεσμένους στο απόσπασμα ή που πρόκειται να εκτελεστούν: π.χ. Tά 'μαθες; ο Νίκος έφαγε χώμα χτες.[1]
- το ξένο χώμα: η ξενιτιά
- πιάνει χρυσάφι και γίνεται χώμα: άνθρωπος που με ότι ασχοληθεί το καταστρέφει
- πιάνει χώμα και γίνεται χρυσάφι: άνθρωπος ικανός, άξιος
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 14.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.