ξανακερδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξανακερδίζω | ξανακέρδιζα | θα ξανακερδίζω | να ξανακερδίζω | ξανακερδίζοντας | |
| β' ενικ. | ξανακερδίζεις | ξανακέρδιζες | θα ξανακερδίζεις | να ξανακερδίζεις | ξανακέρδιζε | |
| γ' ενικ. | ξανακερδίζει | ξανακέρδιζε | θα ξανακερδίζει | να ξανακερδίζει | ||
| α' πληθ. | ξανακερδίζουμε | ξανακερδίζαμε | θα ξανακερδίζουμε | να ξανακερδίζουμε | ||
| β' πληθ. | ξανακερδίζετε | ξανακερδίζατε | θα ξανακερδίζετε | να ξανακερδίζετε | ξανακερδίζετε | |
| γ' πληθ. | ξανακερδίζουν(ε) | ξανακέρδιζαν ξανακερδίζαν(ε) |
θα ξανακερδίζουν(ε) | να ξανακερδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξανακέρδισα | θα ξανακερδίσω | να ξανακερδίσω | ξανακερδίσει | ||
| β' ενικ. | ξανακέρδισες | θα ξανακερδίσεις | να ξανακερδίσεις | ξανακέρδισε | ||
| γ' ενικ. | ξανακέρδισε | θα ξανακερδίσει | να ξανακερδίσει | |||
| α' πληθ. | ξανακερδίσαμε | θα ξανακερδίσουμε | να ξανακερδίσουμε | |||
| β' πληθ. | ξανακερδίσατε | θα ξανακερδίσετε | να ξανακερδίσετε | ξανακερδίστε | ||
| γ' πληθ. | ξανακέρδισαν ξανακερδίσαν(ε) |
θα ξανακερδίσουν(ε) | να ξανακερδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξανακερδίσει | είχα ξανακερδίσει | θα έχω ξανακερδίσει | να έχω ξανακερδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξανακερδίσει | είχες ξανακερδίσει | θα έχεις ξανακερδίσει | να έχεις ξανακερδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξανακερδίσει | είχε ξανακερδίσει | θα έχει ξανακερδίσει | να έχει ξανακερδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξανακερδίσει | είχαμε ξανακερδίσει | θα έχουμε ξανακερδίσει | να έχουμε ξανακερδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξανακερδίσει | είχατε ξανακερδίσει | θα έχετε ξανακερδίσει | να έχετε ξανακερδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξανακερδίσει | είχαν ξανακερδίσει | θα έχουν ξανακερδίσει | να έχουν ξανακερδίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.