προετοιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προετοιμάζω < αρχαία ελληνική προετοιμάζω
Ρήμα
προετοιμάζω (παθητική φωνή: προετοιμάζομαι)
- ενεργώ από πριν όπως πρέπει, προκειμένου να ολοκληρωθεί σωστά ή να έχει αίσια έκβαση μια διαδικασία, ένα γεγονός κ.λπ.
- προδιαθέτω, προϊδεάζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- απροετοιμασία
- προετοιμασία
- → δείτε τη λέξη έτοιμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προετοιμάζω | προετοίμαζα | θα προετοιμάζω | να προετοιμάζω | προετοιμάζοντας | |
| β' ενικ. | προετοιμάζεις | προετοίμαζες | θα προετοιμάζεις | να προετοιμάζεις | προετοίμαζε | |
| γ' ενικ. | προετοιμάζει | προετοίμαζε | θα προετοιμάζει | να προετοιμάζει | ||
| α' πληθ. | προετοιμάζουμε | προετοιμάζαμε | θα προετοιμάζουμε | να προετοιμάζουμε | ||
| β' πληθ. | προετοιμάζετε | προετοιμάζατε | θα προετοιμάζετε | να προετοιμάζετε | προετοιμάζετε | |
| γ' πληθ. | προετοιμάζουν(ε) | προετοίμαζαν προετοιμάζαν(ε) |
θα προετοιμάζουν(ε) | να προετοιμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προετοίμασα | θα προετοιμάσω | να προετοιμάσω | προετοιμάσει | ||
| β' ενικ. | προετοίμασες | θα προετοιμάσεις | να προετοιμάσεις | προετοίμασε | ||
| γ' ενικ. | προετοίμασε | θα προετοιμάσει | να προετοιμάσει | |||
| α' πληθ. | προετοιμάσαμε | θα προετοιμάσουμε | να προετοιμάσουμε | |||
| β' πληθ. | προετοιμάσατε | θα προετοιμάσετε | να προετοιμάσετε | προετοιμάστε | ||
| γ' πληθ. | προετοίμασαν προετοιμάσαν(ε) |
θα προετοιμάσουν(ε) | να προετοιμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προετοιμάσει | είχα προετοιμάσει | θα έχω προετοιμάσει | να έχω προετοιμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προετοιμάσει | είχες προετοιμάσει | θα έχεις προετοιμάσει | να έχεις προετοιμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προετοιμάσει | είχε προετοιμάσει | θα έχει προετοιμάσει | να έχει προετοιμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προετοιμάσει | είχαμε προετοιμάσει | θα έχουμε προετοιμάσει | να έχουμε προετοιμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προετοιμάσει | είχατε προετοιμάσει | θα έχετε προετοιμάσει | να έχετε προετοιμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προετοιμάσει | είχαν προετοιμάσει | θα έχουν προετοιμάσει | να έχουν προετοιμάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.