ακατεδάφιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατεδάφιστος | η | ακατεδάφιστη | το | ακατεδάφιστο |
| γενική | του | ακατεδάφιστου | της | ακατεδάφιστης | του | ακατεδάφιστου |
| αιτιατική | τον | ακατεδάφιστο | την | ακατεδάφιστη | το | ακατεδάφιστο |
| κλητική | ακατεδάφιστε | ακατεδάφιστη | ακατεδάφιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατεδάφιστοι | οι | ακατεδάφιστες | τα | ακατεδάφιστα |
| γενική | των | ακατεδάφιστων | των | ακατεδάφιστων | των | ακατεδάφιστων |
| αιτιατική | τους | ακατεδάφιστους | τις | ακατεδάφιστες | τα | ακατεδάφιστα |
| κλητική | ακατεδάφιστοι | ακατεδάφιστες | ακατεδάφιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατεδάφιστος < α- στερητικό + κατεδαφισ- (του κατεδαφίζω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.teˈða.fi.stos/
Επίθετο
ακατεδάφιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- που δεν έχει κατεδαφιστεί
- που δεν επιτρέπεται να κατεδαφιστεί
- ≠ αντώνυμα: κατεδαφιστέος
Συγγενικά
- κατεδαφίζω
- κατεδάφιση
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
Μεταφράσεις
ακατεδάφιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.