πατρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρίδα οι πατρίδες
      γενική της πατρίδας των πατρίδων
    αιτιατική την πατρίδα τις πατρίδες
     κλητική πατρίδα πατρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατρίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατρίς από την αιτιατική ενικού «τὴν πατρίδα»[1][2] <  δείτε τη λέξη πάτριος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈtɾi.ða/
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tin‿baˈtɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατρίδα

Ουσιαστικό

πατρίδα θηλυκό

  1. η χώρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος ή από την οποία κατάγεται ο ίδιος και η οικογένειά του
  2. το χωριό ή η περιοχή γέννησης ή καταγωγής του

  • πατρίς (απαρχαιωμένο, σε λόγιες εκφράσεις)

Εκφράσεις

  • δεύτερη πατρίδα
  • ιδιαίτερη πατρίδα
  • μητέρα πατρίδα

 και δείτε τη λέξη πατρίς

Συγγενικά

 και δείτε τους όρους πάτριος, πατέρας και πατρο-

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πατρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πατρίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.