αστήρικτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστήρικτος | η | αστήρικτη | το | αστήρικτο |
| γενική | του | αστήρικτου | της | αστήρικτης | του | αστήρικτου |
| αιτιατική | τον | αστήρικτο | την | αστήρικτη | το | αστήρικτο |
| κλητική | αστήρικτε | αστήρικτη | αστήρικτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστήρικτοι | οι | αστήρικτες | τα | αστήρικτα |
| γενική | των | αστήρικτων | των | αστήρικτων | των | αστήρικτων |
| αιτιατική | τους | αστήρικτους | τις | αστήρικτες | τα | αστήρικτα |
| κλητική | αστήρικτοι | αστήρικτες | αστήρικτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστήρικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστήρικτος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική insoutenable)
Επίθετο
αστήρικτος, -η, -ο
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει φυσικό έρεισμα, στήριγμα ή στήριξη
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει λογικό έρεισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.