εδάφιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εδάφιο | τα | εδάφια |
| γενική | του | εδαφίου & εδάφιου |
των | εδαφίων |
| αιτιατική | το | εδάφιο | τα | εδάφια |
| κλητική | εδάφιο | εδάφια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εδάφιο ελληνιστική ἐδάφιον, υποκ. του εδάφους.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈða.fi.o/
Ουσιαστικό
εδάφιο ουδέτερο
- η μικρότερη υποδιαίρεση μιας παραγράφου ενός κειμένου
- μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού που διακρίνεται από τις άλλες με αρίθμηση αριθμού ή γράμματος του αλφάβητου
Μεταφράσεις
μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.