παραχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραχωρώ < αρχαία ελληνική παραχωρέω / παραχωρῶ < παρά + χωρέω / χωρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concéder)

Ρήμα

παραχωρώ (παθητική φωνή: παραχωρούμαι)

  1. δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον
  2. (νομικός όρος) εκχωρώ, μεταβιβάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.