παραχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραχωρώ < αρχαία ελληνική παραχωρέω / παραχωρῶ < παρά + χωρέω / χωρῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική concéder)
Ρήμα
παραχωρώ (παθητική φωνή: παραχωρούμαι)
- δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον
- (νομικός όρος) εκχωρώ, μεταβιβάζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραχωρώ | παραχωρούσα | θα παραχωρώ | να παραχωρώ | παραχωρώντας | |
| β' ενικ. | παραχωρείς | παραχωρούσες | θα παραχωρείς | να παραχωρείς | (παραχώρει) | |
| γ' ενικ. | παραχωρεί | παραχωρούσε | θα παραχωρεί | να παραχωρεί | ||
| α' πληθ. | παραχωρούμε | παραχωρούσαμε | θα παραχωρούμε | να παραχωρούμε | ||
| β' πληθ. | παραχωρείτε | παραχωρούσατε | θα παραχωρείτε | να παραχωρείτε | παραχωρείτε | |
| γ' πληθ. | παραχωρούν(ε) | παραχωρούσαν(ε) | θα παραχωρούν(ε) | να παραχωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραχώρησα | θα παραχωρήσω | να παραχωρήσω | παραχωρήσει | ||
| β' ενικ. | παραχώρησες | θα παραχωρήσεις | να παραχωρήσεις | παραχώρησε | ||
| γ' ενικ. | παραχώρησε | θα παραχωρήσει | να παραχωρήσει | |||
| α' πληθ. | παραχωρήσαμε | θα παραχωρήσουμε | να παραχωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | παραχωρήσατε | θα παραχωρήσετε | να παραχωρήσετε | παραχωρήστε | ||
| γ' πληθ. | παραχώρησαν παραχωρήσαν(ε) |
θα παραχωρήσουν(ε) | να παραχωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραχωρήσει | είχα παραχωρήσει | θα έχω παραχωρήσει | να έχω παραχωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραχωρήσει | είχες παραχωρήσει | θα έχεις παραχωρήσει | να έχεις παραχωρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραχωρήσει | είχε παραχωρήσει | θα έχει παραχωρήσει | να έχει παραχωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραχωρήσει | είχαμε παραχωρήσει | θα έχουμε παραχωρήσει | να έχουμε παραχωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραχωρήσει | είχατε παραχωρήσει | θα έχετε παραχωρήσει | να έχετε παραχωρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραχωρήσει | είχαν παραχωρήσει | θα έχουν παραχωρήσει | να έχουν παραχωρήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.