φλοιός
Νέα ελληνικά (el)

ο φλοιός (1) πάνω σε κορμό δέντρου
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φλοιός | οι | φλοιοί |
| γενική | του | φλοιού | των | φλοιών |
| αιτιατική | τον | φλοιό | τους | φλοιούς |
| κλητική | φλοιέ | φλοιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φλοιός < αρχαία ελληνική φλοιός
Ουσιαστικό
φλοιός αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φλοιός αρσενικό
- το εξωτερικό περίβλημα των φυτών
- η μεμβράνη γύρω από τα αυγά πουλιών ή ψαριών
- το υλικό από το οποίο υφαίνουν τον ιστό τους οι αράχνες
- (μεταφορικά), το επιφανειακό και ανούσιο, το φόρτωμα με υπερβολικές διακοσμητικές λεπτομέρειες
- περὶ τὸν φλοιόν ἀσχολεῖσθαι (το να ασχολείται καποιος με την επιφάνεια και όχι με την ουσία στο βάθος ενός θέματος)
- ο Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν (η ομιλία των Σπαρτιατών δεν έχει επιφανειακές πολυλογίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.