κερδίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κερδίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κερδίζω, πρτ.: κέρδιζα, στ.μέλλ.: θα κερδίσω, αόρ.: κέρδισα, μτχ.π.π.: κερδισμένος

  1. αποκτώ κέρδος από οικονομική δραστηριότητα
  2. έχω μια επιτυχία σε λαχείο ή τυχερό παιχνίδι που μου αποφέρει χρήματα
  3. νικώ σε εκλογές ή αθλητικό αγώνα
  4. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθεια
    με πολύ αγώνα κέρδισε μια θέση στην εταιρεία
  5. (μεταφορικά) προκαλώ τους άλλους να σχηματίσουν καλή γνώμη για εμένα

Εκφράσεις

  • κερδίζω τα προς το ζην: αποκτώ εργαζόμενος τα απαραίτητα χρήματα για να ζήσω

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  κέρδος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.