δραστηριότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δραστηριότητα | οι | δραστηριότητες |
| γενική | της | δραστηριότητας | των | δραστηριοτήτων |
| αιτιατική | τη | δραστηριότητα | τις | δραστηριότητες |
| κλητική | δραστηριότητα | δραστηριότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δραστηριότητα < μεσαιωνική ελληνική δραστηριότης < αρχαία ελληνική δραστήριος + -ότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾa.sti.ɾiˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό
δραστηριότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
δραστηριότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.