αδύναμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδύναμος η αδύναμη το αδύναμο
      γενική του αδύναμου της αδύναμης του αδύναμου
    αιτιατική τον αδύναμο την αδύναμη το αδύναμο
     κλητική αδύναμε αδύναμη αδύναμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδύναμοι οι αδύναμες τα αδύναμα
      γενική των αδύναμων των αδύναμων των αδύναμων
    αιτιατική τους αδύναμους τις αδύναμες τα αδύναμα
     κλητική αδύναμοι αδύναμες αδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδύναμος < αρχαία ελληνική ἀδύναμος < α- + δύναμις

Επίθετο

αδύναμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δυνάμεις
    ξεπέρασε την αρρώστια, αλλά νιώθει ακόμη αδύναμος
  2. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση
    ακούστηκαν μερικές αδύναμες διαμαρτυρίες, αλλά τίποτε περισσότερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.