Γη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γη | ||
| γενική | της | Γης | ||
| αιτιατική | τη | Γη | ||
| κλητική | Γη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

η Γη από το διαστημικό σκάφος Απόλλων 17
Ετυμολογία
- Γη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γῆ
Κύριο όνομα
Γη θηλυκό
- (αστρονομία) ο τρίτος, σε σειρά απόστασης από τον Ήλιο, πλανήτης του ηλιακού συστήματος
- ↪ η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο
- ο πλανήτης στον οποίο βρισκόμαστε
- ↪ η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο
- η θεά Γαία στη δημοτική
Σημειώσεις
- το σχήμα της Γης είναι ελλειψοειδές εκ περιστροφής και χαρακτηρίζεται ειδικά ως γεωειδές
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη γη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.