προσεδάφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσεδάφιση | οι | προσεδαφίσεις |
| γενική | της | προσεδάφισης* | των | προσεδαφίσεων |
| αιτιατική | την | προσεδάφιση | τις | προσεδαφίσεις |
| κλητική | προσεδάφιση | προσεδαφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσεδαφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσεδάφιση < προσεδαφίζω + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.seˈða.fi.si/
Ουσιαστικό
προσεδάφιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσεδαφίζω, η κάθοδος ιπτάμενου οχήματος από τον αέρα ή το διάστημα στο έδαφος της γης ή άλλου πλανήτη
- ≈ συνώνυμα: προσγείωση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσεδαφίζω και έδαφος
- → δείτε λέξεις σχετικές με 'προσγείωση' όπως :
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.