κατεδάφιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατεδάφιση | οι | κατεδαφίσεις |
| γενική | της | κατεδάφισης* | των | κατεδαφίσεων |
| αιτιατική | την | κατεδάφιση | τις | κατεδαφίσεις |
| κλητική | κατεδάφιση | κατεδαφίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατεδαφίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατεδάφιση < μεσαιωνική ελληνική κατεδάφισ(ις) ("κατακρήμνιση")[1] + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.teˈða.fi.si/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατεδαφίζω και έδαφος
Μεταφράσεις
κατεδάφιση
|
Αναφορές
- κατεδάφιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.