εδαφολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εδαφολογικός | η | εδαφολογική | το | εδαφολογικό |
| γενική | του | εδαφολογικού | της | εδαφολογικής | του | εδαφολογικού |
| αιτιατική | τον | εδαφολογικό | την | εδαφολογική | το | εδαφολογικό |
| κλητική | εδαφολογικέ | εδαφολογική | εδαφολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εδαφολογικοί | οι | εδαφολογικές | τα | εδαφολογικά |
| γενική | των | εδαφολογικών | των | εδαφολογικών | των | εδαφολογικών |
| αιτιατική | τους | εδαφολογικούς | τις | εδαφολογικές | τα | εδαφολογικά |
| κλητική | εδαφολογικοί | εδαφολογικές | εδαφολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εδαφολογικός < εδαφολογ(ία) + -ικός
Προφορά
Επίθετο
εδαφολογικός, -ή, ό (χωρίς παραθετικά)
- που ανήκει ή σχετίζεται με την εδαφολογία
- εδαφολογικές έρευνες
Παράγωγα
- εδαφολογικά (επίρρημα)
Συγγενικά
- εδαφολογία
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.