κυριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυριαρχία | οι | κυριαρχίες |
| γενική | της | κυριαρχίας | των | κυριαρχιών |
| αιτιατική | την | κυριαρχία | τις | κυριαρχίες |
| κλητική | κυριαρχία | κυριαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυριαρχία < αρχαία ελληνική κυριαρχία < αρχαία ελληνική κύριος + ἄρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ɾi.aɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐αρ‐χί‐α
Ουσιαστικό
κυριαρχία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κυριαρχία
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.