κυριαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυριαρχία οι κυριαρχίες
      γενική της κυριαρχίας των κυριαρχιών
    αιτιατική την κυριαρχία τις κυριαρχίες
     κλητική κυριαρχία κυριαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυριαρχία < αρχαία ελληνική κυριαρχία < αρχαία ελληνική κύριος + ἄρχω

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ɾi.aɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυριαρχία

Ουσιαστικό

κυριαρχία θηλυκό

  1. η εξουσία, η δυνατότητα να ορίζει μια ομάδα ή άτομο καταστάσεις με απόλυτο τρόπο
  2. το δικαίωμα της πολιτείας να ασκεί εξουσία στα εσωτερικά της ζητήματα και να καθορίζει την εξωτερικη της πολιτική
    η εθνική κυριαρχία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.