σημασιολογικό δάνειο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σημασιολογικό δάνειο < → δείτε τις λέξεις σημασιολογικός και δάνειο, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Lehnübersetzung και γαλλική emprunt [1] → δείτε τις λέξεις σημασιολογία και μεταφραστικό δάνειο
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ma.si.o.lo.ʝiˈko ˈða.ni.o/
Πολυλεκτικός όρος
σημασιολογικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) δανεισμένη επιπλέον σημασία για μια λέξη που ήδη προϋπάρχει σε μια γλώσσα
- γλωσσικό δάνειο: για γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- λήμματα-σημασιολογικά δάνεια στο Βικιλεξικό
- λήμματα-σημασιολογικά δάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
- δάνειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.