ανίκανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανίκανος η ανίκανη το ανίκανο
      γενική του ανίκανου της ανίκανης του ανίκανου
    αιτιατική τον ανίκανο την ανίκανη το ανίκανο
     κλητική ανίκανε ανίκανη ανίκανο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανίκανοι οι ανίκανες τα ανίκανα
      γενική των ανίκανων των ανίκανων των ανίκανων
    αιτιατική τους ανίκανους τις ανίκανες τα ανίκανα
     κλητική ανίκανοι ανίκανες ανίκανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανίκανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνίκανος < ἀν- στερητικό + ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈni.ka.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανίκανος

Επίθετο

ανίκανος, -η, -ο

  1. που δεν είναι ικανός, άξιος ή κατάλληλος
      Όσο δραστήριος και ικανός ήταν ο Βασίλειος, τόσο ακαμάτης και ανίκανος ο αδελφός του. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  2. (ιατρική) που αδυνατεί να τεκνοποιήσει ή γενικότερα να έχει σεξουαλικές επαφές
  3. (νομικός όρος) που δεν έχει κάποια δικαιώματα (όπως ένας καταδικασμένος ή ένας ανήλικος)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.