ανίκανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανίκανος | η | ανίκανη | το | ανίκανο |
| γενική | του | ανίκανου | της | ανίκανης | του | ανίκανου |
| αιτιατική | τον | ανίκανο | την | ανίκανη | το | ανίκανο |
| κλητική | ανίκανε | ανίκανη | ανίκανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανίκανοι | οι | ανίκανες | τα | ανίκανα |
| γενική | των | ανίκανων | των | ανίκανων | των | ανίκανων |
| αιτιατική | τους | ανίκανους | τις | ανίκανες | τα | ανίκανα |
| κλητική | ανίκανοι | ανίκανες | ανίκανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανίκανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνίκανος < ἀν- στερητικό + ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
- για τον σεξουαλικά ανίκανο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impuissant
- για τον νομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική incapable [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈni.ka.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νί‐κα‐νος
Επίθετο
ανίκανος, -η, -ο
- που δεν είναι ικανός, άξιος ή κατάλληλος
- ※ Όσο δραστήριος και ικανός ήταν ο Βασίλειος, τόσο ακαμάτης και ανίκανος ο αδελφός του. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- (ιατρική) που αδυνατεί να τεκνοποιήσει ή γενικότερα να έχει σεξουαλικές επαφές
- (νομικός όρος) που δεν έχει κάποια δικαιώματα (όπως ένας καταδικασμένος ή ένας ανήλικος)
Συγγενικά
- ανικανοποίηση
- ανικανοποίητο
- ανικανοποίητος
- ανικανότητα
- → δείτε τη λέξη ικανός
Αναφορές
- ανίκανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ανίκανος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.