στόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόχος οι στόχοι
      γενική του στόχου των στόχων
    αιτιατική τον στόχο τους στόχους
     κλητική στόχε στόχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόχος < αρχαία ελληνική στόχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
Στόχος τοξοβολίας.

Ουσιαστικό

στόχος αρσενικό

  1. ο σκοπός
  2. αυτό που θέλει κάποιος να συνατήσει η ρίψη του
  3. το παιχνίδι αντικείμενο σκοποβολίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.