σκληρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληρός | η | σκληρή | το | σκληρό |
| γενική | του | σκληρού | της | σκληρής | του | σκληρού |
| αιτιατική | τον | σκληρό | τη | σκληρή | το | σκληρό |
| κλητική | σκληρέ | σκληρή | σκληρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληροί | οι | σκληρές | τα | σκληρά |
| γενική | των | σκληρών | των | σκληρών | των | σκληρών |
| αιτιατική | τους | σκληρούς | τις | σκληρές | τα | σκληρά |
| κλητική | σκληροί | σκληρές | σκληρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκληρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκληρός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /skliˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρός
Επίθετο
σκληρός, -ή, -ό
- συμπαγής ως προς την κατασκευή ή σύστασή του, που κάμπτεται με δυσκολία
- (μεταφορικά) που φέρεται άσπλαχνα, χωρίς αγάπη, συμπόνια, επιείκεια ή καλοσύνη
- (μεταφορικά) που αντέχει σε κακουχίες και αντιξοότητες
- (μεταφορικά) ανυποχώρητος
- (μεταφορικά) κουραστικός, επαχθής
- (μεταφορικά) επιβλαβής, δυσάρεστος
- (μεταφορικά) που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ
- ※ Γέμιζα τις τσέπες μου με ξηρούς καρπούς, το ποτήρι μου με βερμούτ -το σκληρότερο ποτό στον μπουφέ- και καθόμουν παράμερα. (Πέτρος Τατσόπουλος Το αγόρι της πρωινής συγγνώμης [διήγημα])
- (για άνεμο) δυνατός, (για καιρικές συνθήκες) απότομος → δείτε τη σημασία στο μεσαιωνικό σκληρός
- ※ 1824 ⌘ Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ τετάρτη [IV] «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον», 1η στροιφή, ποιητική συλλογή Λύρα. Γενεύη, 1824.
- Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
τὸ σύννεφον, καὶ ὁ ἄνεμος
σκληρὸς ἂς μὴ σκορπίσῃ
τὸ χῶμα τὸ μακάριον
’ποὺ σᾶς σκεπάζει.
- Ἂς μὴ βρέξῃ ποτὲ
- ※ 1824 ⌘ Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ τετάρτη [IV] «Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον», 1η στροιφή, ποιητική συλλογή Λύρα. Γενεύη, 1824.
Πολυλεκτικοί όροι
- σκληρό καρύδι
- σκληρό ναρκωτικό
- σκληρό νερό
- σκληρό νόμισμα
- σκληρός δίσκος
- σκληρός πυρήνας
Συγγενικά
- Σκληρός (επώνυμο)
ετυμολογικό πεδίο
σκληρ-
σκληρ-
- σκληρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σκληρο- στο Βικιλεξικό όπως σκληροπυρηνικός, σκληρόκαρδος, σκληραγωγώ
- αποσκληραίνω
- απόσκληρος
- αποσκληρούμαι
- αποσκληρυμένος
- αποσκληρύνω, αποσκληρύνομαι
- αποσκληρυντής
- αρτηριοσκληρωμένος
- αρτηριοσκληρωτικά (επίρρημα)
- αρτηριοσκληρωτικός
- αρτηριοσκληρωτισμός
- ασκλήρυντος
- επισκληρίδιο
- θερμοσκληρυνόμενος
- κατάσκληρος
- σκληρά (επίρρημα)
- σκληράδα
- σκληραίνω
- σκλήρεμα
- σκληρία
- σκληρίαση
- σκληρίτιδα
- Σκληρός (επώνυμο)
- σκληρότητα
- σκληρούτσικα (επίρρημα)
- σκληρούτσικος (υποκοριστικό)
- σκληρυμένος
- σκλήρυνση & σύνθετα
- σκληρυντικός
- σκληρύνω, σκληρύνομαι
- σκληρώδης
- σκλήρωμα
- σκλήρωση & σύνθετα
- σκληρωτικός
- σκληρωτίνη
- υπόσκληρος
- σκληρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Σχετίζονται μόνο παρετυμολογικά: σκληριά, σκληρίζω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σκληρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκληρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκληρός
- Το ουδέτερο σκληρόν και ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
σκληρός
- σκληρός, συμπαγής, άκαμπτος
- (μεταφορικά)
- άσπλαχνος, βάναυσος, σκληρός, βίαιος, ατίθασος
- (για τον καιρό) άγριος, μανιασμένος (όπως τα κύματα), δυνατός (όπως ο άνεμος) αντίξοος (για καιρικές συνθήκες)
- (για τόπο) βραχώδης, απότομος, τραχύς, δύσβατος, αδιαπέραστος
- (για δουλειά) επίπονος, κοπιαστικός
- (για ρούχα) ευτελής, άσχημος
- δυσάρεστος, καταθλιπτικός, δυσοίωνος
Κλιτικοί τύποι
- σκληρά (θηλυκό / ουδέτερο πληθυντικός)
- σκληρᾶς (γενική ενικού θηλυκού)
- σκληρές (θηλυκό πληθυντικός)
- σκληρή (θηλυκό)
- σκληρό (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)
- σκληρόν (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)
- σκληροῦ (γενική ενικού αρσενικού, ουδέτερου)
- σκληρούς (αιτιατική πληθυντικού αρσενικού)
- σκληρῶν (γενική πληθυντικού αρσενικού, ουδέτερου)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σκληρ-
σκληρ-
- σκληρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα σκληρο- στο Βικιλεξικό όπως σκληροκάρδης, σκληρόκαρδος, σκληραγωγία
και
- ἀντισκληρύνομαι
- ἀπόσκληρα (ουδέτερο πληθυντικός)
- ἀποσκληρόομαι
- ἀποσκλήρωσις
- ἀσκλήρυντος
- ἐνσκληρύνω
- σκληρά (επίρρημα, σημασία στον πληθυντικό του ουδέτερου)
- σκληραίνω
- σκληρεύομαι
- σκληρία, σκληριά
- σκληροσύνη, σκλεροσύνη
- σκληρότατος (υπερθετικός βαθμός)
- σκληρότερος (συγκριτικός βαθμός), σκληροτέρα (θηλυκό)
- σκληρότη, σκληρότης, σκληρότητα
- σκληρυνίσκω (μεσαιωνικά κυπριακά)
- σκληρύνω
- σκληρώδης
- σκληρώνω
- σκληρῶς (επίρρημα)
Πηγές
- «σελ.257-9, Τόμος 20 @archive.org», Θεσσαλονίκη, 2016. Επιπλέον τόμοι στο: Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκληρός | ἡ | σκληρᾱ́ | τὸ | σκληρόν |
| γενική | τοῦ | σκληροῦ | τῆς | σκληρᾶς | τοῦ | σκληροῦ |
| δοτική | τῷ | σκληρῷ | τῇ | σκληρᾷ | τῷ | σκληρῷ |
| αιτιατική | τὸν | σκληρόν | τὴν | σκληρᾱ́ν | τὸ | σκληρόν |
| κλητική ὦ! | σκληρέ | σκληρᾱ́ | σκληρόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σκληροί | αἱ | σκληραί | τὰ | σκληρᾰ́ |
| γενική | τῶν | σκληρῶν | τῶν | σκληρῶν | τῶν | σκληρῶν |
| δοτική | τοῖς | σκληροῖς | ταῖς | σκληραῖς | τοῖς | σκληροῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σκληρούς | τὰς | σκληρᾱ́ς | τὰ | σκληρᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σκληροί | σκληραί | σκληρᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκληρώ | τὼ | σκληρᾱ́ | τὼ | σκληρώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σκληροῖν | τοῖν | σκληραῖν | τοῖν | σκληροῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκληρός < θέμα σκλη-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kelh₁- + -ρός [1]
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
σκληρ-
σκληρ-
- σκληρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα σκληρο- στο Βικιλεξικό όπως σκληροδίαιτος, σκληρόδερμος, σκληραγωγέω,...
και
- ἀπεσκληρυμμένως
- ἀπόσκληρος
- ἀποσκληρύνω
- ἐπίσκληρος
- ἐπισκληρύνομαι
- κατασκληραίνω
- κατασκληρόομαι
- κατάσκληρος
- κατασκληρύνομαι
- περίσκληρος
- περισκληρύνω
- σκληρασία
- σκληρία
- σκληρίασις
- σκληροειδής
- σκλῆρος (?)
- σκληρότηρ
- σκληρότης
- σκληρόω
- σκληρυντικός
- σκληρύνω
- σκλήρυσμα
- σκληρυσμός
- σκληρώδης
- σκλήρωμα
- σκλήρωσις
- ὑπέρσκληρος
- ὑπόσκληρος
- ὑποσκληρύνομαι
Δε σχετίζεται το δύσκληρος, προσκληρόω (→ δείτε τη λέξη κλῆρος)
Συγγενικά
- ομόρριζα: σκελετός, σκέλλομαι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκληρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκληρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.