αποσκληρυντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποσκληρυντής οι αποσκληρυντές
      γενική του αποσκληρυντή των αποσκληρυντών
    αιτιατική τον αποσκληρυντή τους αποσκληρυντές
     κλητική αποσκληρυντή αποσκληρυντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποσκληρυντής < αποσκληρύνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adoucisseur)

Ουσιαστικό

αποσκληρυντής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.