αποσκληρυντής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποσκληρυντής | οι | αποσκληρυντές |
| γενική | του | αποσκληρυντή | των | αποσκληρυντών |
| αιτιατική | τον | αποσκληρυντή | τους | αποσκληρυντές |
| κλητική | αποσκληρυντή | αποσκληρυντές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσκληρυντής < αποσκληρύνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adoucisseur)
Ουσιαστικό
αποσκληρυντής αρσενικό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) συσκευή που συμβάλλει στην αποσκλήρυνση του νερού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.