επιβλαβής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβλαβής η επιβλαβής το επιβλαβές
      γενική του επιβλαβούς* της επιβλαβούς του επιβλαβούς
    αιτιατική τον επιβλαβή την επιβλαβή το επιβλαβές
     κλητική επιβλαβή(ς) επιβλαβής επιβλαβές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβλαβείς οι επιβλαβείς τα επιβλαβή
      γενική των επιβλαβών των επιβλαβών των επιβλαβών
    αιτιατική τους επιβλαβείς τις επιβλαβείς τα επιβλαβή
     κλητική επιβλαβείς επιβλαβείς επιβλαβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιβλαβής < (ελληνιστική κοινή) ἐπιβλαβής < ἐπί + βλάβη

Επίθετο

επιβλαβής -ής -ές

  1. που προξενεί ή αναμένεται να προξενήσει βλάβη, βλαβερός
  2. (πληροφορική) για λογισμικό, εφαρμογή, πρόγραμμα  δείτε τη λέξη κακόβουλο λογισμικό
      Αυτή η ενέργεια θα απενεργοποιήσει συνολικά την προστασία της συσκευής Android ενάντια σε επιβλαβείς εφαρμογές και περιεχόμενο.[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.