βάναυσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βάναυσος η βάναυση το βάναυσο
      γενική του βάναυσου της βάναυσης του βάναυσου
    αιτιατική τον βάναυσο τη βάναυση το βάναυσο
     κλητική βάναυσε βάναυση βάναυσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βάναυσοι οι βάναυσες τα βάναυσα
      γενική των βάναυσων των βάναυσων των βάναυσων
    αιτιατική τους βάναυσους τις βάναυσες τα βάναυσα
     κλητική βάναυσοι βάναυσες βάναυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βάναυσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάναυσος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.naf.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάναυσος

Επίθετο

βάναυσος, -η, -ο

  1. (για άνθρωπο ή πράξη) σκληρός και βίαιος απέναντι σε άλλους ανθρώπους
  2. (για εργασίες) δύσκολη χειρωνακτική δουλειά, χοντροδουλειά
    Για να επιβιώσει, έκανε και τις πιο βάναυσες δουλειές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
β
ονομαστική / βάναυσος τὸ βάναυσον
      γενική τοῦ/τῆς βαναύσου τοῦ βαναύσου
      δοτική τῷ/τῇ βαναύσ τῷ βαναύσ
    αιτιατική τὸν/τὴν βάναυσον τὸ βάναυσον
     κλητική ! βάναυσε βάναυσον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βάναυσοι τὰ βάναυσ
      γενική τῶν βαναύσων τῶν βαναύσων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαναύσοις τοῖς βαναύσοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαναύσους τὰ βάναυσ
     κλητική ! βάναυσοι βάναυσ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαναύσω τὼ βαναύσω
      γεν-δοτ τοῖν βαναύσοιν τοῖν βαναύσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βάναυσος < *βαύν-αυ-σος με αφομοίωση < βαύνος (φούρνος, κλίβανος) άγνωστης ετυμολογίας < αὔω (ανάβω φωτιά) [1] Η άποψη δεν γίνεται δεκτή από τον Beekes [2] που θεωρεί πιθανότερη προελληνική προέλευση.
  1. χαρακτηρισμός για αυτόν που:
    1. εργάζεται σε ένα μέρος, που ασκεί τέχνη χωρίς να μετακινείται από τον τόπο του, που διάγει ζωή σταθερή
    2. ασκεί τέχνη με χρήση φωτιάς· (ουσιαστικοποιημένο) ο σιδηρουργός, ο μηχανικός
  2. χαρακτηρισμός για κάτι που γίνεται μηχανικά, είναι πρόστυχο ή ταπεινό
  3. ο αγροίκος, αυτός που δεν έχει αισθήματα

Παράγωγα

και

  • βαναυσία
  • βαναυσικός
  • βαναυσοτεχνέω
  • βαναυσουργέω
  • βαναυσουργία
  • βαναυσουργός
  • χειροβάναυσος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.