αδιαπέραστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιαπέραστος | η | αδιαπέραστη | το | αδιαπέραστο |
| γενική | του | αδιαπέραστου | της | αδιαπέραστης | του | αδιαπέραστου |
| αιτιατική | τον | αδιαπέραστο | την | αδιαπέραστη | το | αδιαπέραστο |
| κλητική | αδιαπέραστε | αδιαπέραστη | αδιαπέραστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιαπέραστοι | οι | αδιαπέραστες | τα | αδιαπέραστα |
| γενική | των | αδιαπέραστων | των | αδιαπέραστων | των | αδιαπέραστων |
| αιτιατική | τους | αδιαπέραστους | τις | αδιαπέραστες | τα | αδιαπέραστα |
| κλητική | αδιαπέραστοι | αδιαπέραστες | αδιαπέραστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδιαπέραστος -η -ο
- που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις
- αδιαπέραστο δάσος
- (μεταφορικά)
- αδιαπέραστο σκοτάδι, αδιαπέραστο μυστήριο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.