καλοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλοσύνη | οι | καλοσύνες |
| γενική | της | καλοσύνης | των | (καλοσυνών) |
| αιτιατική | την | καλοσύνη | τις | καλοσύνες |
| κλητική | καλοσύνη | καλοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλοσύνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοσύνη < αρχαία ελληνική καλός. Συγχρονικά αναλύεται σε καλ(ός) + -οσύνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lɔˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
καλοσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα του καλού, εκείνου που επιθυμεί την ειρήνη και την ευτυχία των συνανθρώπων του
- ※ Ήταν γεμάτος ανθρωπιά και καλοσύνη. (Λουκάς Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, εκδ. Καστανιώτη)
- ≈ συνώνυμα: ευγένεια, ευσπλαχνία, αγαθότητα
- ≠ αντώνυμα: κακία, μίσος, κακεντρέχεια
- πράξη ή λόγος που φανερώνει αγαθή πρόθεση
- ※ Ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ὅλο ἔκανε καλοσύνες. (Γαλάτεια Καζαντζάκη, «Τὸ ἄσχημο βασιλόπουλο»)
- ≈ συνώνυμα: αγαθοεργία, ευεργεσία, φιλοφροσύνη
- ≠ αντώνυμα: κακία, ζημιά, ανηθικότητα
- καλός καιρός
- ※ Ὣς κ' ἡ βαρυχειμωνιὰ / μ' αἰφνίδια καλοσύνη / κ' ἥσυχη καὶ σιγαλὴ / σὲ δέχτηκε κ' ἐκείνη. (Κωστής Παλαμάς, Διόνυσος)
- ≈ συνώνυμα: καλοκαιρία
- ≠ αντώνυμα: κακοκαιρία
- καλωσύνη (παλαιότερη γραφή)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.