σκλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκλήρωμα | τα | σκληρώματα |
| γενική | του | σκληρώματος | των | σκληρωμάτων |
| αιτιατική | το | σκλήρωμα | τα | σκληρώματα |
| κλητική | σκλήρωμα | σκληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκλήρωμα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σκλήρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.