αρτηριοσκληρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτηριοσκληρωτικός η αρτηριοσκληρωτική το αρτηριοσκληρωτικό
      γενική του αρτηριοσκληρωτικού της αρτηριοσκληρωτικής του αρτηριοσκληρωτικού
    αιτιατική τον αρτηριοσκληρωτικό την αρτηριοσκληρωτική το αρτηριοσκληρωτικό
     κλητική αρτηριοσκληρωτικέ αρτηριοσκληρωτική αρτηριοσκληρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτηριοσκληρωτικοί οι αρτηριοσκληρωτικές τα αρτηριοσκληρωτικά
      γενική των αρτηριοσκληρωτικών των αρτηριοσκληρωτικών των αρτηριοσκληρωτικών
    αιτιατική τους αρτηριοσκληρωτικούς τις αρτηριοσκληρωτικές τα αρτηριοσκληρωτικά
     κλητική αρτηριοσκληρωτικοί αρτηριοσκληρωτικές αρτηριοσκληρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρτηριοσκληρωτικός < αρτηριοσκλήρωση + -τικός

Επίθετο

αρτηριοσκληρωτικός

  1. που έχει σχέση με την αρτηριοσκλήρωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ιατρική) που υποφέρει από αρτηριοσκλήρωση
  3. (μεταφορικά) ο οπισθοδρομικός, με παρωχημένες αντιλήψεις, αντιδραστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.