σκληρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκληρίτιδα | οι | σκληρίτιδες |
| γενική | της | σκληρίτιδας | των | σκληρίτιδων |
| αιτιατική | τη | σκληρίτιδα | τις | σκληρίτιδες |
| κλητική | σκληρίτιδα | σκληρίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σκληρίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.