σκληρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληρότητα οι σκληρότητες
      γενική της σκληρότητας των σκληροτήτων
    αιτιατική τη σκληρότητα τις σκληρότητες
     κλητική σκληρότητα σκληρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκληρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκληρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν σκληρότητα»

Προφορά

ΔΦΑ : /skliˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκληρότητα

Ουσιαστικό

σκληρότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του σκληρού
    1. μέτρο της αντίστασης που προβάλλει ένα υλικό σε προσπάθεια εκδοράς ή παραμόρφωσης από ξένο σώμα.
      Η σκληρότητα νερού είναι η περιεκτικότητά του σε άλατα.
    2. (μεταφορικά,για χαρακτήρα) απονιά, αγριότητα, βαναυσότητα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σκληρότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.