καταθλιπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταθλιπτικός | η | καταθλιπτική | το | καταθλιπτικό |
| γενική | του | καταθλιπτικού | της | καταθλιπτικής | του | καταθλιπτικού |
| αιτιατική | τον | καταθλιπτικό | την | καταθλιπτική | το | καταθλιπτικό |
| κλητική | καταθλιπτικέ | καταθλιπτική | καταθλιπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταθλιπτικοί | οι | καταθλιπτικές | τα | καταθλιπτικά |
| γενική | των | καταθλιπτικών | των | καταθλιπτικών | των | καταθλιπτικών |
| αιτιατική | τους | καταθλιπτικούς | τις | καταθλιπτικές | τα | καταθλιπτικά |
| κλητική | καταθλιπτικοί | καταθλιπτικές | καταθλιπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταθλιπτικός < (καταθλίβω) καταθλιπ- + -τικός
- για την ψυχιατρική < απόδοση για τη γαλλική oppressif
Επίθετο
καταθλιπτικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.