καταθλιπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταθλιπτικός η καταθλιπτική το καταθλιπτικό
      γενική του καταθλιπτικού της καταθλιπτικής του καταθλιπτικού
    αιτιατική τον καταθλιπτικό την καταθλιπτική το καταθλιπτικό
     κλητική καταθλιπτικέ καταθλιπτική καταθλιπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταθλιπτικοί οι καταθλιπτικές τα καταθλιπτικά
      γενική των καταθλιπτικών των καταθλιπτικών των καταθλιπτικών
    αιτιατική τους καταθλιπτικούς τις καταθλιπτικές τα καταθλιπτικά
     κλητική καταθλιπτικοί καταθλιπτικές καταθλιπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταθλιπτικός < (καταθλίβω) καταθλιπ- + -τικός

Επίθετο

καταθλιπτικός

  1. (τεχνολογία) σχετικός με κατάθλιψη, που χρησιμοποιεί πίεση ή συμπίεση
    καταθλιπτική αντλία, καταθλιπτικός αγωγός
  2. (ψυχιατρική) που πάσχει από κατάθλιψη
    καταθλιπτικός ασθενής
  3. που προκαλεί μελαγχολικά-αρνητικά συναισθήματα
    καταθλιπτικός πίνακας

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.