σκληραγωγέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σκληραγωγέω < αρχαία ελληνική σκληρός + ἄγω

Ρήμα

σκληραγωγέω

  1. (ελληνιστική κοινή) σκληραγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον σκληρά, για ν’ αντέχει σε κακουχίες, πόνους κ.λπ.
  2. (ελληνιστική κοινή) κάνω (το ύφος ενός κειμένου) πιο «τραχύ», εκτραχύνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.