σκλερός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκλερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκλερός < σκληρός με τροπή του ήτα σε έψιλον [1][2]

Επίθετο

σκλερός

Αναφορές

  1. Μωυσιάδης Θεόδωρος (2005) Ετυμολογία. Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία. Αθήνα 2005, σελ.94.
  2. Παντελίδης Χρ., Φωνητική των νεοελληνικών ιδιωμάτων Κύπρου, Δωδεκανήσου και Ικαρίας [Γλωσσική Εταιρεία Αθηνών, τεύχος 1], Αθήνα 1929, σελ.14.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σκλερός < σκληρός με τροπή [a] > [e]

Επίθετο

σκλερός

  • (ιδιωματικό, μεσαιωνικά κυπριακά, Δωδεκάνησα) διαλεκτική μορφή του σκληρός

Κλιτικοί τύποι

  • σκλερή (θηλυκό)
  • σκλερῆς (γενική ενικού, θηλυκό)
  • σκλερές (θηλυκό πληθυντικός)
  • σκλερόν (ουδέτερο / αιτιατική ενικού αρσενικού)

Συγγενικά

ιδιωματικά, κυπριακά μεσαιωνικά, με θέμα σκλερ-

  • σκλερά (επίρρημα)
  • σκλερκά (κυπριακός τύπος του σκληριά)
  • σκλεροκουφρινός
  • σκλεροσύνη
  • σκλερυνίσκω
  • σκλερύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.