απότομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απότομος | η | απότομη | το | απότομο |
| γενική | του | απότομου | της | απότομης | του | απότομου |
| αιτιατική | τον | απότομο | την | απότομη | το | απότομο |
| κλητική | απότομε | απότομη | απότομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απότομοι | οι | απότομες | τα | απότομα |
| γενική | των | απότομων | των | απότομων | των | απότομων |
| αιτιατική | τους | απότομους | τις | απότομες | τα | απότομα |
| κλητική | απότομοι | απότομες | απότομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απότομος < αρχαία ελληνική ἀπότομος < ἀπό + τέμνω (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική brusque)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.to.mos/
Επίθετο
απότομος, -η, -ο
- που έχει υπερβολικά μεγάλη κλίση ή/και παρουσιάζει επικινδυνότητα στην προσέγγιση ή διέλευσή του
- απόκρημνος
- ξαφνικός, απρόσμενος
- ορμητικός, βίαιος
- (μεταφορικά) αγροίκος, αγενής
Συγγενικά
- απότομα
- αποτομιά
- αποτομότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.