απότομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απότομος η απότομη το απότομο
      γενική του απότομου της απότομης του απότομου
    αιτιατική τον απότομο την απότομη το απότομο
     κλητική απότομε απότομη απότομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απότομοι οι απότομες τα απότομα
      γενική των απότομων των απότομων των απότομων
    αιτιατική τους απότομους τις απότομες τα απότομα
     κλητική απότομοι απότομες απότομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απότομος < αρχαία ελληνική ἀπότομος < ἀπό + τέμνω (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική brusque)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.to.mos/

Επίθετο

απότομος, -η, -ο

  1. που έχει υπερβολικά μεγάλη κλίση ή/και παρουσιάζει επικινδυνότητα στην προσέγγιση ή διέλευσή του
  2. απόκρημνος
  3. ξαφνικός, απρόσμενος
  4. ορμητικός, βίαιος
  5. (μεταφορικά) αγροίκος, αγενής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.