cruel
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | cruel |
| συγκριτικός | crueller / crueler / more cruel |
| υπερθετικός | cruellest / cruelest / most cruel |
Επίθετο
cruel (en)
- σκληρός, που έχει την επιθυμία ή που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και κάνει κάποιον να υποφέρει
- ↪ a cruel leader/ruler - σκληρός ηγεμόνας/κυβερνήτης
- ↪ We must not be cruel to animals.
- Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί με τα ζώα.
- ≈ συνώνυμα: harsh, malevolent, malicious και spiteful
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cruel < παλαιά γαλλική cruel < λατινική crudelis
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.