άσπλαχνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπλαχνος η άσπλαχνη το άσπλαχνο
      γενική του άσπλαχνου της άσπλαχνης του άσπλαχνου
    αιτιατική τον άσπλαχνο την άσπλαχνη το άσπλαχνο
     κλητική άσπλαχνε άσπλαχνη άσπλαχνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπλαχνοι οι άσπλαχνες τα άσπλαχνα
      γενική των άσπλαχνων των άσπλαχνων των άσπλαχνων
    αιτιατική τους άσπλαχνους τις άσπλαχνες τα άσπλαχνα
     κλητική άσπλαχνοι άσπλαχνες άσπλαχνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσπλαχνος < αρχαία ελληνική ἄσπλαγχνος με αποβολή του [ŋx] > [x][1] < ἀ- + σπλάγχνον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.spla.xnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσπλαχνος

Επίθετο

άσπλαχνος, -η, -ον

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπλάχνο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.