άσπλαχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσπλαχνος | η | άσπλαχνη | το | άσπλαχνο |
| γενική | του | άσπλαχνου | της | άσπλαχνης | του | άσπλαχνου |
| αιτιατική | τον | άσπλαχνο | την | άσπλαχνη | το | άσπλαχνο |
| κλητική | άσπλαχνε | άσπλαχνη | άσπλαχνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσπλαχνοι | οι | άσπλαχνες | τα | άσπλαχνα |
| γενική | των | άσπλαχνων | των | άσπλαχνων | των | άσπλαχνων |
| αιτιατική | τους | άσπλαχνους | τις | άσπλαχνες | τα | άσπλαχνα |
| κλητική | άσπλαχνοι | άσπλαχνες | άσπλαχνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άσπλαχνος < αρχαία ελληνική ἄσπλαγχνος με αποβολή του [ŋx] > [x][1] < ἀ- + σπλάγχνον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.spla.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπλα‐χνος
Αντώνυμα
Αναφορές
- άσπλαχνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.