κατασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατασκευή | οι | κατασκευές |
| γενική | της | κατασκευής | των | κατασκευών |
| αιτιατική | την | κατασκευή | τις | κατασκευές |
| κλητική | κατασκευή | κατασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατασκευή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατασκευή < κατα- + σκευή
Ουσιαστικό
κατασκευή θηλυκό
- δημιουργία, φτιάξιμο, σύνθεση ενός πράγματος
- (μεταφορικά) τέχνασμα, επινόηση, μηχανορραφία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατασκευάζω
Σύνθετα
- αλουμινοκατασκευή
- ανακατασκευή
- μηχανοκατασκευή
- ξυλοκατασκευή
- προκατασκευή
- σιδηροκατασκευή
- τσιμεντοκατασκευή
Μεταφράσεις
κατασκευή
|
Πηγές
- λήγουν σε -κατασκευή - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.