κατασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασκευή οι κατασκευές
      γενική της κατασκευής των κατασκευών
    αιτιατική την κατασκευή τις κατασκευές
     κλητική κατασκευή κατασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασκευή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατασκευή < κατα- + σκευή

Ουσιαστικό

κατασκευή θηλυκό

  1. δημιουργία, φτιάξιμο, σύνθεση ενός πράγματος
  2. (μεταφορικά) τέχνασμα, επινόηση, μηχανορραφία

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.