αντέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντέχω < αρχαία ελληνική ἀντέχω

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈde.xo/

Ρήμα

αντέχω

  1. αντιμετωπίζω κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό με υπομονή και καρτερικότητα
     συνώνυμα: υπομένω, υποφέρω
    άντεξε πολλά χτυπήματα μέχρι τώρα
  2. έχω (ή συνεχίζω να έχω) αντοχή κι ανθεκτικότητα σε κάτι, διατηρώντας τα βασικά μου χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: υπομένω
    δεν αντέχω τη δίψα
    προσπαθώ να αντέχω στην πίεση της δουλειάς
  3. διαθέτω (ή συνεχίζω να διαθέτω) τη δύναμη που χρειάζεται για κάτι
    αντέχεις να περπατήσεις;
  4. δείχνω ανθεκτικότητα σε κάτι που επιχειρεί να με καταβάλλει
    ο οργανισμός του ασθενούς δεν άντεξε
  5. προβάλλω αντίσταση μέχρι τέλους σε κάποια εξωτερική εχθρική ενέργεια
    η ομάδα φαίνεται να αντέχει στις επιθέσεις των αντιπάλων
  6. επιβιώνω, διατηρώντας τις σωματικές μου δυνάμεις
    ο άνθρωπος δεν αντέχει χωρίς νερό
  7. (μεταφορικά) ανταποκρίνομαι, διατηρώ την αξία μου
    αντέχει σε κάθε είδους κριτική

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.