αποσκληραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσκληραίνω <
- σημασία «κάνω πιο σκληρό» < αποσκληρύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσκληρύνω < ἀπο- επιτατικό + σκληρύνω
- σημασία «αφαιρώ τη σκληρότητα» < απο- στερητικό + σκληραίνω
Ρήμα
αποσκληραίνω (παθητική φωνή: αποσκληραίνομαι) (Χρειάζεται επεξεργασία)
- κάνω πιο σκληρό
- κάνω κάτι πιο σκληρό ή ολοκληρώνω τη διαδικασία της σκλήρυνσης (όπως στη γεωλογία, ορυκτολογία)
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να γίνει σκληρός και άκαρδος
- αφαιρώ τη σκληρότητα (όπως από το νερό)
- αποσκληρύνω (λογιότερο)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσκληραίνω | αποσκλήραινα | θα αποσκληραίνω | να αποσκληραίνω | αποσκληραίνοντας | |
| β' ενικ. | αποσκληραίνεις | αποσκλήραινες | θα αποσκληραίνεις | να αποσκληραίνεις | αποσκλήραινε | |
| γ' ενικ. | αποσκληραίνει | αποσκλήραινε | θα αποσκληραίνει | να αποσκληραίνει | ||
| α' πληθ. | αποσκληραίνουμε | αποσκληραίναμε | θα αποσκληραίνουμε | να αποσκληραίνουμε | ||
| β' πληθ. | αποσκληραίνετε | αποσκληραίνατε | θα αποσκληραίνετε | να αποσκληραίνετε | αποσκληραίνετε | |
| γ' πληθ. | αποσκληραίνουν(ε) | αποσκλήραιναν αποσκληραίναν(ε) |
θα αποσκληραίνουν(ε) | να αποσκληραίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσκλήρυνα | θα αποσκληρύνω | να αποσκληρύνω | αποσκληρύνει | ||
| β' ενικ. | αποσκλήρυνες | θα αποσκληρύνεις | να αποσκληρύνεις | αποσκλήρυνε | ||
| γ' ενικ. | αποσκλήρυνε | θα αποσκληρύνει | να αποσκληρύνει | |||
| α' πληθ. | αποσκληρύναμε | θα αποσκληρύνουμε | να αποσκληρύνουμε | |||
| β' πληθ. | αποσκληρύνατε | θα αποσκληρύνετε | να αποσκληρύνετε | αποσκληρύνετε | ||
| γ' πληθ. | αποσκλήρυναν αποσκληρύναν(ε) |
θα αποσκληρύνουν(ε) | να αποσκληρύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσκληρύνει | είχα αποσκληρύνει | θα έχω αποσκληρύνει | να έχω αποσκληρύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσκληρύνει | είχες αποσκληρύνει | θα έχεις αποσκληρύνει | να έχεις αποσκληρύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσκληρύνει | είχε αποσκληρύνει | θα έχει αποσκληρύνει | να έχει αποσκληρύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσκληρύνει | είχαμε αποσκληρύνει | θα έχουμε αποσκληρύνει | να έχουμε αποσκληρύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσκληρύνει | είχατε αποσκληρύνει | θα έχετε αποσκληρύνει | να έχετε αποσκληρύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσκληρύνει | είχαν αποσκληρύνει | θα έχουν αποσκληρύνει | να έχουν αποσκληρύνει |
| |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Πηγές
- s.v. «αποσκληρύνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.