σκληρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκληρία | οι | σκληρίες |
| γενική | της | σκληρίας | των | σκληριών |
| αιτιατική | τη | σκληρία | τις | σκληρίες |
| κλητική | σκληρία | σκληρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκληρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληρία. Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το σκληριά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /skliˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρί‐α
Συγγενικά
- σκληρεκτομή (οφθαλμολογία)
- σκληρίαση (ιατρική)
- σκληρίτιδα (οφθαλμολογία)
→ και δείτε τη λέξη σκληρός
Μεταφράσεις
σκληρία
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκληρία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκληρία
Ουσιαστικό
σκληρία θηλυκό
- σκληρότητα, αναλγησία
- θύελλα, τρικυμία
- ※ χφ (Χρειάζεται χρονολόγηση) 15ος? 17ος? Grec 2316, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, (348 v°) Anonymi iatrasophium, Ανωνύμου, κείμενα ιατροσοφίας, «Ψαλμοὶ ὠφέλιμοι εἰς πᾶν πρᾶγμα», στίχ.133. Folio 430v @gallica. Κριτική έκδοση στο: ⌘ Émile Legrand, Bibliothèque grecque vulgaire (BGV) [Βιβλιοθήκη της δημώδους ελληνικής], τόμος 2ος: Formules médicales [Ιατρικές συνταγές] (κριτικά κείμενα, στα γαλλικά), Παρίσι, 1881 σελ. 22@books.google, εισαγωγή σελ.xi
- Ὅταν γίνεται σκληρία ἐξ ἀνέμων, γράψε τοὺς αὐτοὺς ψαλμοὺς καὶ θές τους εἰς τὸν πάτον τοῦ καραβίου καὶ λέγε κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀνέμου ἢ τοῦ χαλαζίου
- ※ χφ (Χρειάζεται χρονολόγηση) 15ος? 17ος? Grec 2316, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, (348 v°) Anonymi iatrasophium, Ανωνύμου, κείμενα ιατροσοφίας, «Ψαλμοὶ ὠφέλιμοι εἰς πᾶν πρᾶγμα», στίχ.133. Folio 430v @gallica. Κριτική έκδοση στο: ⌘ Émile Legrand, Bibliothèque grecque vulgaire (BGV) [Βιβλιοθήκη της δημώδους ελληνικής], τόμος 2ος: Formules médicales [Ιατρικές συνταγές] (κριτικά κείμενα, στα γαλλικά), Παρίσι, 1881 σελ. 22@books.google, εισαγωγή σελ.xi
- για τη σημασία στην ιατρική → δείτε τον τύπο σκληρά (θηλυκό)
Κλιτικοί τύποι
- σκληρίαν (αιτιατική ενικού)
Πηγές
- «Λεξικό Κριαρά», Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Τόμος Κ', Επιμ.: Ιωάννης Καζάζης, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2016, σελ. 254 djvu.txt / 254‑255@archive.org
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σκληρίᾱ | αἱ | σκληρίαι | ||||
| γενική | τῆς | σκληρίᾱς | τῶν | σκληριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | σκληρίᾳ | ταῖς | σκληρίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | σκληρίᾱν | τὰς | σκληρίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | σκληρίᾱ | σκληρίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκληρίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκληρίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σκληρία < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τη λέξη σκληρός
Ουσιαστικό
σκληρία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- συνώνυμο του σκληρότης, η σκληρότητα η ιδιότητα του σκληρού
- η σκλήρυνση
Αντώνυμα
Πηγές
- σκληρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.