σκληρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκληρία οι σκληρίες
      γενική της σκληρίας των σκληριών
    αιτιατική τη σκληρία τις σκληρίες
     κλητική σκληρία σκληρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκληρία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληρία. Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το σκληριά.

Προφορά

ΔΦΑ : /skliˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκληρία

Ουσιαστικό

σκληρία θηλυκό

  • (ιατρική) σκληρότητα, σκλήρυνση οργάνου ή περιοχής του σώματος
    Η αρτηριακή σκληρία (arterial stiffness) αποτελεί πρώιμο δείκτη λειτουργικών και μορφολογικών αλλοιώσεων του τοιχώματος των αρτηριών και θεωρείται σήμερα προγνωστικός δείκτης καρδιαγγειακών συμβαμάτων (Επίδραση των στατινών στην αρτηριακή σκληρία, Ελληνική Επιθεώρηση Αθηροσκλήρωσης 4(3):158–163 )

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκληρός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σκληρία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκληρία

Ουσιαστικό

σκληρία θηλυκό

  1. σκληρότητα, αναλγησία
  2. θύελλα, τρικυμία
      χφ (Χρειάζεται χρονολόγηση) 15ος? 17ος? Grec 2316, Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, (348 v°) Anonymi iatrasophium, Ανωνύμου, κείμενα ιατροσοφίας, «Ψαλμοὶ ὠφέλιμοι εἰς πᾶν πρᾶγμα», στίχ.133. Folio 430v @gallica. Κριτική έκδοση στο: Émile Legrand, Bibliothèque grecque vulgaire (BGV) [Βιβλιοθήκη της δημώδους ελληνικής], τόμος 2ος: Formules médicales [Ιατρικές συνταγές] (κριτικά κείμενα, στα γαλλικά), Παρίσι, 1881 σελ. 22@books.google, εισαγωγή σελ.xi
    Ὅταν γίνεται σκληρία ἐξ ἀνέμων, γράψε τοὺς αὐτοὺς ψαλμοὺς καὶ θές τους εἰς τὸν πάτον τοῦ καραβίου καὶ λέγε κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀνέμου ἢ τοῦ χαλαζίου
  3. για τη σημασία στην ιατρική  δείτε τον τύπο σκληρά (θηλυκό)

Κλιτικοί τύποι

  • σκληρίαν (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά

Πηγές

  • «Λεξικό Κριαρά», Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Τόμος Κ', Επιμ.: Ιωάννης Καζάζης, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2016, σελ. 254 djvu.txt / 254255@archive.org



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκληρί αἱ σκληρίαι
      γενική τῆς σκληρίᾱς τῶν σκληριῶν
      δοτική τῇ σκληρί ταῖς σκληρίαις
    αιτιατική τὴν σκληρίᾱν τὰς σκληρίᾱς
     κλητική ! σκληρί σκληρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκληρί
γεν-δοτ τοῖν  σκληρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκληρία < λείπει η ετυμολογία  δείτε τη λέξη σκληρός

Ουσιαστικό

σκληρία θηλυκό

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.