σκλήρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκλήρωση οι σκληρώσεις
      γενική της σκλήρωσης* των σκληρώσεων
    αιτιατική τη σκλήρωση τις σκληρώσεις
     κλητική σκλήρωση σκληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκλήρωση < μεσαιωνική ελληνική σκλήρωσις[1] < ελληνιστική κοινή σκληρόω < αρχαία ελληνική σκληρός

Ουσιαστικό

σκλήρωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σκλήρωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σκλήρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.