επίπονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίπονος | η | επίπονη | το | επίπονο |
| γενική | του | επίπονου | της | επίπονης | του | επίπονου |
| αιτιατική | τον | επίπονο | την | επίπονη | το | επίπονο |
| κλητική | επίπονε | επίπονη | επίπονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίπονοι | οι | επίπονες | τα | επίπονα |
| γενική | των | επίπονων | των | επίπονων | των | επίπονων |
| αιτιατική | τους | επίπονους | τις | επίπονες | τα | επίπονα |
| κλητική | επίπονοι | επίπονες | επίπονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπονος < ἐπί + πόνος (κόπος). Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + -πονος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.po.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐πο‐νος
Επίθετο
επίπονος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επίπονος
|
→ δείτε τη λέξη κοπιαστικός |
Πηγές
- επίπονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.