επίπονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίπονος η επίπονη το επίπονο
      γενική του επίπονου της επίπονης του επίπονου
    αιτιατική τον επίπονο την επίπονη το επίπονο
     κλητική επίπονε επίπονη επίπονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίπονοι οι επίπονες τα επίπονα
      γενική των επίπονων των επίπονων των επίπονων
    αιτιατική τους επίπονους τις επίπονες τα επίπονα
     κλητική επίπονοι επίπονες επίπονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίπονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπονος < ἐπί + πόνος (κόπος). Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + -πονος.

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.po.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίπονος

Επίθετο

επίπονος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πόνος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.